βλέπε σὺ ὁ μέλλων ἡγουμενεύειν τὴν περιώνυμον μονὴν τῆς Πάτμου, ὅταν καὶ πολλάκις εὕρῃς δυναστείαν τοπικὴν καὶ ἀναρχίαν, νὰ ἐμφανίσῃς τὰ παρόντα δικαιώματα καὶ ἀντιστῇς αὐτοῖς.

paper1

Η Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου ιδρύθηκε το 1088 και είναι μία από τις αρχαιότερες με αδιαλειπτη λειτουργία μονές στον ελλαδικό χώρο. Εκτός από την περίφημη Βιβλιοθήκη της, η Μονή διαθέτει πλουσιότατο αρχείο το οποίο περιλαμβάνει βυζαντινά, λατινικά, οθωμανικά και νεώτερα έγγραφα που χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα μέχρι τους νεώτερους χρόνους.

Η σημασία της Μονής Πάτμου ως περίοπτου μοναστικού κέντρου, οι σχέσεις που αυτή ανέπτυξε ανά τους αιώνες, η εξακτίνωση της ακίνητης περιουσίας της, καθώς και το γεγονός ότι η Μονή δεν υπέστη καταστροφές εξηγούν την μεγάλη ποικιλία και τον πλούτο των εγγράφων που διατηρήθηκαν στο Αρχείο της. To βυζαντινό τμήμα του αρχείου της Μονής περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό εγγράφων που χρονολογούνται από τις τελευταίες δεκαετίες του 11ου μέχρι και τον 15ο αιώνα. Τα έγγραφα προσφέρουν σημαντικό υλικό για τη μελέτη της κοινωνίας και της οικονομίας της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, καθώς και για τις σχέσεις της Μονής με την κεντρική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη, το κράτος της Νίκαιας καὶ τους πρώτους Παλαιολόγους μέχρι τις αρχές του 14ου αι. Συγχρόνως όμως αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για την μελέτη της βυζαντινής διπλωματικής, η οποία έχει ως αντικείμενο την μελέτη των εγγράφων ως φυσικών αντικειμένων. Ένας μεγάλος αριθμός εγγράφων που απόκεινται στο Αρχείου της Πάτμου είναι πρωτότυπα. Η ποικιλία των τύπων των βυζαντινών εγγράφων, ορισμένα από τα οποία είναι τα αρχαιότερα δείγματα στην κατηγορία τους καθιστά δυνατή την προσέγγιση διαφόρων θεμάτων διπλωματικής.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ενιαίος κατάλογος των βυζαντινών εγγράφων της μονής Πάτμου. Ο βιβλιοφύλακας Ιερόθος Φλωρίδης με την βοήθεια του σοφού λογίου Ιωάννου Σακκελίωνος κατέταξε στα τέλη του 19ου αι. τα έγγραφα τα οποία απέκειντο στο Αρχείο σε δύο καταλόγους. Το κριτήριο για την εργασία του ήταν η προέλευση του συντάκτη του εγγράφου. Στον πρώτο από αυτούς τους καταλόγους, στον οποίο έδωσε τον τίτλο Πολιτικά, κατέταξε όλα τα έγγραφα κοσμικής προέλευσης. Στον δεύτερο με τον τίτλο Εκκλησιαστικά συμπεριέλαβε τα έγγραφα που είχαν εκδοθεί από εκκλησιαστική αρχή, ακόμη και απλούς μοναχούς. Η ύπαρξη δύο χωριστών καταλόγων με αρίθμηση που συχνά συμπίπτει, καθώς έγγραφα των Πολιτικών τυχαίνει να φέρουν τον ίδιο αριθμό με έγγραφα των Εκκλησιαστικών, δημιουργεί προφανή προβλήματα στην δημιουργία της ῾῾ταυτότητας῾῾ του κάθε εγγράφου. Οι δύο κατάλογοι του Φλωρίδη, καινοτόμοι στην εποχή τους και εργαλείο για τον ερευνητή μέχρι σήμερα, δεν απαντούν σε πληθώρα επιστημονικών ερωτημάτων. Το κριτήριο της χρονολογικής κατάταξης δεν μπορεί να ισχύσει, ενώ οι πληροφορίες που παρέχονται αφορούν μία συντομότατη επιτομή του περιεχομένου, χωρίς να δίδονται πληροφορίες για την φυσική περιγραφή του εγγράφου, η οποία αποτελεί κύριο ζητούμενο σε ένα κατάλογο εγγράφων. Η βάση που ακολουθεί είναι τμήμα της προετοιμασίας του ενιαίου καταλόγου των βυζαντινών εγγράφων του Αρχείου της Μονής. Στην παρούσα μορφή της συμπεριλαμβάνονται τα Αυτοκρατορικά ἔγγραφα, των Δημοσίων Λειτουργών και τα Πατριαρχικά, για τα οποία υπάρχει σύγχρονη διπλωματική έκδοση. Ο κατάλογος θα εμπλουτιστεί με τα Ιδιωτικά έγγραφα, η διπλωματική έκδοση των οποίων είναι υπο επεξεργασία.
paper2

Συντελεστές

Υπεύθυνη ερευνήτρια: Μαρία Γερολυμάτου, Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών

Επιστημονική συνεργάτης: Μαρίλια Λυκάκη, διδάκτωρ Ιστορίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών